συνκρέω

συνκρέω
ΜΑ
1. ρέω συγχρόνως («καὶ αἱμάλωψ κοτὲ τῷ πύῳ συνεκρέει», Αρετ.)
2. μτφ. εξαφανίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκρέω «χύνομαι έξω, λειώνω, αφανίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”